- αλληγορώ
- ἀλληγορῶ (-έω) (ΑΜ)1. ενεργ. μιλώ έτσι ώστε να υπονοώ άλλο από εκείνο που λέγω, παριστάνω ή ερμηνεύω κάτι με αλληγορικό τρόπο2. παθ. κάτι εκτίθεται αλληγορικά, γίνεται λόγος για κάτι αλληγορικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλήγορος.ΠΑΡ. ἀλληγόρημα, ἀλληγορητήςμσν.- νεοελλ.αλληγοριστής].
Dictionary of Greek. 2013.